- μύλινος
- μύλινος, η, ον (μύλη ‘mill’; CIG 3371, 4; SIG 996, 16) belonging to a mill λίθος ὡς μ. μέγας a stone like a great millstone Rv 18:21 (v.l. μύλον).—DELG s.v. μύλη B. M-M.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
μύλινος — μύλινος, ίνη, ον (Α) [μύλη] κατασκευασμένος από μυλίτη λίθο, από μυλόπετρα … Dictionary of Greek
μύλινον — μύλινος made of millstone masc acc sg μύλινος made of millstone neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλινάριος — μυλινάριος, ὁ (Μ) μυλωνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. molinarius (< μύλινος + κατάλ. άριος)] … Dictionary of Greek
μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε … Dictionary of Greek